- ταύ
- το άκλ. таф (название девятнадцатой буквы греческого алфавита);
§ δοκός ταύ — тавровая балка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δοκός ταύ — тавровая балка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταῦ — neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυ — το / ταῡ, ΝΜΑ το δέκατο ένατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. 1. τεχνολ. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων που αποτελείται από δύο κανόνες κάθετους μεταξύ τους 2. φρ. α) «σύνδεση ταυ» σύνδεση δοκών ή σωλήνων σε σχήμα απλού ή διπλού κεφαλαίου… … Dictionary of Greek
ταυ — το άκλ. 1. το Τ, το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. 2. εργαλείο τεχνικών σχεδιάσεων σε σχήμα απλού ή διπλού ταυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταύρω — ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual ταύ̱ρω , ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροιο — ταύ̱ροιο , ταῦρος bull masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροις — ταύ̱ροις , ταῦρος bull masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροισι — ταύ̱ροισι , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύροισιν — ταύ̱ροισιν , ταῦρος bull masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρου — ταύ̱ρου , ταῦρος bull masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρους — ταύ̱ρους , ταῦρος bull masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρωι — ταύ̱ρῳ , ταῦρος bull masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)